Ο ιμπρεσιονισμός αποτελεί μια νέα καλλιτεχνική άποψη που βασίζεται στην απεικόνιση της εντύπωσης (impression), της αίσθησης που δημιουργείται από τα θέματα μέσα από το χρώμα και το φως, και όχι στην αναπαράσταση της πραγματικότητας. Ο ιμπρεσιονισμός δημιουργήθηκε το 1862 περίπου από την ανάγκη των νέων ζωγράφων να απελευθερωθούν από τον αυστηρό ακαδημαϊσμό που διδάσκονταν στη σχολή καλών τεχνών και να αναζητήσουν νέες εικαστικές λύσεις.
Χωρίς αυτό το κίνημα, που αποσταθεροποίησε την παράδοση της ζωγραφικής, η στιλιστική επανάσταση του 20ού αιώνα δεν θα ήταν δυνατή. Ο όρος "ιμπρεσιονισμός" χρησιμοποιείται τότε πρώτη φορά από έναν κριτικό, τον Louis Leroy, στη σατυρική εφημερίδα Charivari, με αφορμή τον πίνακα του Claude Monet Impression, Soleil Levant (Εντύπωση, Ανατέλλων Ήλιος) σε ένα επιθετικό άρθρο που καταδικάζει αυτό το είδος της ζωγραφικής. Έκτοτε, ο όρος αυτός υιοθετείται και από τους ίδιους τους καλλιτέχνες για να ορίσει το κίνημα μιας ομάδας Γάλλων ζωγράφων στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο ιμπρεσιονισμός αποτελεί την αρχή της μοντέρνας αισθητικής, η οποία θα οδηγήσει τους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα στην αφαίρεση.
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, το Παρίσι αρχίζει να υποκαθιστά το Μόναχο στις προτιμήσεις των Ελλήνων καλλιτεχνών, καθώς έβαζε σε προτεραιότητα την υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη και την ελευθερία των χειρισμών του. Αρχή των μεταβολών αποτέλεσε η είσοδος του ιμπρεσιονισμού, η μεταφύτευση του οποίου στην Ελλάδα, παρά τα εγγενή προβλήματα, είχε ευρύτατη διάδοση και μακρόχρονη διάρκεια.
Ο ελληνικός καλλιτεχνικός χώρος παρουσίασε μια δική του προσαρμογή, η οποία, με ποικίλες διαφοροποιήσεις, προσήγγιζε περισσότερο τα διάδοχα ρεύματα του κινήματος, τους Fauves, τους Nabis, τον εξπρεσιονισμό, τα δε ιδιώματα που προέκυψαν - του Κωνστ. Μαλέα, του Μιχ. Οικονόμου κ.ά. - απέδωσαν την ελληνική φύση με ευρηματικότητα και δυναμισμό. Η ανανεωτική κίνηση που δημιουργείται τότε προωθείται και από την ομάδα Τέχνη, η οποία συγκροτείται το 1917 από ζωγράφους διαφόρων αποκλίσεων, και από τους λόγιους που ασκούν κριτική.
Χαρακτηριστικά έργα των Γάλλων ιμπρεσιονιστών. Monet, Cézanne, Renoir, Manet, Degas.
Η αλλαγή που θα επέλθει στη διδασκαλία της Σχολής Καλών Τεχνών οφείλεται κυρίως στον Νικόλαο Λύτρα (1883-1927), γιο του Νικηφόρου Λύτρα, και τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1878-1967). Ο πρώτος εισήγαγε ένα ελεύθερο εκφραστικό σχέδιο, επενδεδυμένο με παχύ στρώμα χρώματος που παραπέμπει στους Fauves και τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές, ο δεύτερος, γνώστης της ελληνικής παράδοσης και μέτοχος των γαλλικών κινημάτων της καμπής του αιώνα, αφομοίωσε την πρωτοπορία διατηρώντας εκπληκτική ισορροπία μεταξύ των εξωγενών επιδράσεων και της προσωπικής έκφρασης.
To στιβαρό και λιτό ύφος του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928), η τάση του να συμπτύσσει λεπτομέρειες σε μεγάλες επιφάνειες, περικλειόμενες από βαρύ περίγραμμα, τα επίπεδα χρώματα και η ποιητικότητα των συνθεσεών του τον κατέστησαν, μαζί με τον Παρθένη και τον Παπαλουκά (1892-1957), ηγετική μορφή της ζωγραφικής του 20ού αιώνα.
Ο Σπύρος Παπαλουκάς, τοπιογράφος, αγιογράφος αλλά και σπουδαστής της τέχνης των Nabis, συνέδεσε με τόλμη και πειστικότητα τη βυζαντινή αγιογραφία και τα μεταϊμπρεσιονιστικά ρεύματα.
Επίσης, η ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα έως τη νεώτερη εκδοχή της, η λαϊκή τέχνη, αλλά και η γαλλική πρωτοπορία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συμβιούν, θαυμάσια αφομοιωμένες, στο έργο του Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977).
Πρόσωπο μοναχικό, όπως μοναχική υπήρξε και η τέχνη του, ο Γεώργιος Μπουζιάνης (1885-1959) δημιούργησε μια υποκειμενική έκφραση του εξπρεσιονισμού, μοναδική στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία στην οποία σπούδασε.
Ιδιότυπη, αλλά καθόλου μοναχική, δημοφιλής αντιθέτως, είναι η περίπτωση του Φώτη Κόντογλου (1895/1896-1965). Καταγόμενος από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες, υποστήριξε με δύναμη την απόρριψη της δυτικής τέχνης και την επιστροφή στη βυζαντινή παράδοση. Το έργο του - γνήσια εφαρμογή των ιδεών του - επέδρασε σε πολλούς νεώτερους ζωγράφους.
Οι καλλιτέχνες που γεννήθηκαν κατά την καμπή του αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 20ού είναι γνωστοί ως η «Γενιά του '30». Ανδρώθηκαν κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μερικοί έλαβαν μέρος στην ατυχή για την Ελλάδα εκστρατεία στη Μικρά Ασία και βίωσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Όσον αφορά τον καλλιτεχνικό προσανατολισμό τους, είναι σαφές ότι αποδέχονται τις νέες ευρωπαϊκές τάσεις. Χάρη σ' αυτούς, ένα πλήθος νέων ρευμάτων (φωβισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός, μεταφυσική ζωγραφική, αφαίρεση, σουρεαλισμός κ.ά.) εισδύει στη χώρα και επηρεάζει την τέχνη. Τα ρεύματα αυτά, αφού διέλθουν μια περίοδο προσαρμογής, θα αποβούν εικαστικά ιδιώματα της πρώτης πεντηκονταετίας.
Εντούτοις, η σπουδαιότητα των πρώτων δεκαετιών δεν έγκειται μόνο σε τούτο - ήταν άλλωστε φυσικό να συμβεί, αφού οι περισσότεροι καλλιτέχνες σπούδασαν σε ευρωπαϊκά εργαστήρια - αλλά και στο ότι πραγματεύθηκαν τη θεματική του ελληνικού χώρου με ελευθερία και υποκειμενικότητα, όχι μόνο απέναντι σε ό,τι πρότεινε η πραγματικότητα, αλλά και απέναντι στις διάφορες τεχνοτροπικές τάσεις. Αυτό δε που εκτιμούμε στο έργο τους είναι ο βαθμός διαφοροποιήσεώς τους και η προσωπική κατάκτηση. Ο βίος και η τέχνη του Ελληνισμού - λόγια και λαϊκή - επανέρχονται στο προσκήνιο ως πρότυπο με το οποίο θα διαλλαγεί η σύγχρονη τέχνη.
Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα η ελληνική ζωγραφική έχει εδραιώσει τη θέση της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τέχνης. Έλληνες καλλιτέχνες εκθέτουν συχνά σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις και έργα τους κοσμούν ξένα μουσεία. Κατά το διάστημα τούτο, αθρόα είναι η εμφάνιση πολλών ταλαντούχων ζωγράφων, ενώ τάσεις και ρεύματα της τέχνης, προερχόμενα από την Ευρώπη και την Αμερική, υιοθετούνται και δημιουργικά αφομοιώνονται. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί η τέχνη του Παπαλουκά, του Σπύρου Βασιλείου (1902/1903-1985) και του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989).
Μαλέας, Παρθένης, Λύτρας, Οικονόμου, Παπαλουκάς, Τσαρούχης
[πηγές: WebMuseum, Paris , artelino - Art Auctions , Impressionism , "Η γένεση της νεώτερης ελληνικής ζωγραφικής, 1830-1930" του Μανόλη Βλάχου, Καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών]